σαβανώνω

σαβανώνω
μετ.
1) завёртывать в саван, одевать (покойника); 2) перен. одевать саваном (землюо снеге)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σαβανώνω" в других словарях:

  • σαβανώνω — σαβανώνω, σαβάνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαβανώνω — Ν [σάβανο] περιτυλίγω νεκρό με σάβανο για ταφή …   Dictionary of Greek

  • σαβανώνω — σαβάνωσα, σαβανώθηκα, σαβανωμένος, περιτυλίγω το νεκρό με σάβανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαζαρώνω — (Μ λαζαρώνω) [λάζαρος] σαβανώνω …   Dictionary of Greek

  • σαβάνωμα — το, Ν [σαβανώνω] περιτύλιξη νεκρού με σάβανο …   Dictionary of Greek

  • σαβανωτής — ο, θηλ, σαβανώτρια και σαβανώτρα, Ν [σαβανώνω] άτομο ειδικευμένο στο σαβάνωμα τών νεκρών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»